H μαστοκύτωση χαρακτηρίζεται από ανώμαλη συνάθροιση μαστοκυττάρων στο δέρμα. Τριβή της βλάβης προκαλεί κνησμό και ανάπτυξη πομφού (σημείο Darier).

Διάφορα φάρμακα έχουν την ικανότητα να προκαλούν αποκοκκίωση των μαστοκυττάρων και απελευθέρωση φαρμακολογικά δραστικών ουσιών με συνέπεια την παρόξυνση των δερματικών βλαβών και συνοδά συμπτώματα όπως την κεφαλαλγία, τη ναυτία, τη δύσπνοια και τη διάρροια.

Στην κλινική εξέταση παρατηρούνται κηλιδώδεις ή βλατιδώδεις ή οζώδεις βλάβες, κίτρινες έως ανοιχτές καστανές-ρόδινες, οι οποίες καθίστανται επηρμένες και ερυθηματώδεις (κνιδωτικές) ύστερα από ελαφρά τριβή (σημείο Darier).

Σε ορισμένους ασθενείς, οι βλάβες καθίστανται πομφολυγώδεις. Συχνά είναι μονήρεις, αλλά μπορεί να είναι και πολλαπλές. Οι περισσότερες περιπτώσεις μαστοκύτωσης υποχωρούν αυτόματα.

Για την αντιμετώπιση της πρέπει να γίνει αποφυγή φαρμάκων που προκαλούν αποκοκκίωση των μαστοκυττάρων  και απελευθέρωση ισταμίνης (αλκοόλη, κωδείνη, μορφίνη, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη) και χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής για τη βελτίωση των συμπτωμάτων (αντιισταμινικά).